- δύναιτο
- δύναμαιto be ablepres opt mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύναιθ' — δύναιτο , δύναμαι to be able pres opt mp 3rd sg δύ̱ναιτε , δύω 2 cause to sink aor opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύναιτ' — δύναιτο , δύναμαι to be able pres opt mp 3rd sg δύ̱ναιτε , δύω 2 cause to sink aor opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CADMUS — I. CADMUS Agenoris fil. Phoenicum Rex. Alii eum e Tyro, alii autem e Sidone arcessunt, quibus habenda potior fides, quia Cadmi aevô Tyrus nondum erat condita. Regis filium Graeci faciunt, ut suo honori consulant, quia regnavit in Graecia; sed hoc … Hofmann J. Lexicon universale
CULCITRAE Subalares — apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 19. Nec cubuit in accubitis facile, nisi its, quae pilum leporinum haberent, aut plumas perdicum, subalares culcitras saepe mutans: Sunt pulvini, quibus undique fulciebantur delicatiores, cum accumberent,… … Hofmann J. Lexicon universale
OLYNTHUS — urbs Macedoniae, seu Thraciae, cui a Xenophonte attribuitur, quondam maxima, inter Athon montem et Pallenen urbem a Mecybernâ oppid. 20. stad. teste Suidâ. in Sithonia regione. Rebus omnibus aucta et ornata, quemadmodum de ea, intertia Verrina,… … Hofmann J. Lexicon universale
επαναστροφή — η (AM ἐπαναστροφή) [επαναστρέφω] αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό) νεοελλ. 1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια τής εξελίξεως του 2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία… … Dictionary of Greek
λεπτουργώ — (AM λεπτουργῶ, έω) [λεπτουργός] 1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα 2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ… … Dictionary of Greek
πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… … Dictionary of Greek
συνεπιλαμβάνω — ΜΑ [ἐπιλαμβάνω] (ενεργ. και μέσ.) μετέχω μαζί με άλλους σε κάτι, συμμετέχω (α. «εἰ τι δύναιτο... καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῑς», Θουκ. β. «συνεπελάβετο... τοῡ... πολέμου», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιτυλίγω επί πλέον («συνεπιλαμβάνειν τι τοῡ περὶ τὴν… … Dictionary of Greek
συσσώζω — Α 1. διασώζω από κοινού («συσσώσειν έμέ πάσαις τέχναις», Αριστοφ.) 2. διαφυλάσσω («κινδυνεύοντες ξυνεσώσαμεν ὑμᾱς», Θουκ.) 3. διατηρώ («εἰ... δασύτητας καὶ ψιλότητας δύναιτο συσσῴζειν», Πολ.) … Dictionary of Greek